- κρινώνας
- οτόπος κατάφυτος με κρίνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελ-ώνας, ελαι-ώνας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek
κρινωνιά — η (Α κρινωνιά) κρινώνας αρχ. κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά*] … Dictionary of Greek